Παράλληλη αναζήτηση
| 746 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κου το [kú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα κάπα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα κάπα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής και ειδικά του [u] από επίδρ. του υπερ. [k] και αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
- κουαδέρνο· καδέρινο· καδέρνο.
-
- Τετράδιο:
- σκέδα και καδέρνο (Στάθ. Α´ 212)·
- έκφρ. καδέρινο χαρτί = τετράδιο τετράφυλλο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16344).
[<ιταλ. quaderno]
- Τετράδιο:
- κουάζι, επίρρ.· κάζι.
-
- Σχεδόν:
- το πρώτον μοβίασμα κάζι όλων των λίξων … (Ξόμπλιν φ. 136ν).
[<ιταλ. quasi]
- Σχεδόν:
- κουάκερ το [kuáker] Ο (άκλ.) : αλεύρι βρόμης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή κρέμας.
[λόγ. < αγγλ. quaker (ορθογρ. δαν.) σήμα κατατ. (< Quaker δες Κουάκερος)]
- κουάκερος ο [kuákeros] Ο20 : οπαδός μιας προτεσταντικής αίρεσης που αναπτύχθηκε κυρίως στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής.
[λόγ. < αγγλ. Quaker -ος (ορθογρ. δαν.)]
- κουαρτέτο το [kuartéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από τέσσερις μουσικούς: ~ για έγχορδα. Tα κουαρτέτα του Mπραμς. 2. ομά δα, συγκρότημα τεσσάρων μουσικών που εκτελούν μια σύνθεση: Φωνητικό ~. ~ εγχόρδων. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα τεσσάρων ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.
[λόγ. < ιταλ. quartetto]
- Kουασιμόδος ο [kuasimóδos] Ο18 : σε μετωνυμία, ο εξαιρετικά άσχημος, ο δύσμορφος άνθρωπος.
[λόγ. < γαλλ. Quasimodo -ς (ορθογρ. δαν.) όν. ήρωα του V. Hugo στο μυθιστόρημα Η Παναγία των Παρισίων]
- κουάφ η [kuáf] Ο (άκλ.) : κάθε είδους διακοσμητικό, συνήθ. από άνθη, που φοράει η νύφη στο κεφάλι της.
[λόγ. < γαλλ. coiffe]
- κουβάλημα το [kuválima] Ο49 : η ενέργεια του κουβαλώ: Tα δέματα θέλουν ~. Έχουμε ~ σήμερα, μετακόμιση.
[μσν. κουβάλημα < κουβαλη- (κουβαλώ) -μα]
- κουβαλητής ο [kuvalitís] Ο7 : ως θετικός χαρακτηρισμός του συζύγου, πατέρα κτλ. που κουβαλά με αφθονία τα απαραίτητα στο σπίτι του.
[κουβαλη- (κουβαλώ) -τής]



