Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοτσαδόρος ο [kotsaδóros] Ο18 : πρόσθετο εξάρτημα σε ένα όχημα, είδος άγκιστρου στο οποίο προσδένεται ένα άλλο όχημα με σκοπό να ρυμουλκηθεί.
[κοτσ(άρω) -αδόρος, κατά τα σουλατσαδόρος, γρασαδόρος]