Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοστολόγιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοστολόγιο το [kostolójio] Ο42 : το κόστος των εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητά τους· τιμολόγιο: Έχω μεγάλο ~, τα εμπορεύματα έχουν μεγάλο κοστολόγιο. Δεν έβγαλα ακόμα το ~, δεν έκανα την κοστολόγηση.

[λόγ. κόστ(ος) -ο- + -λόγιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες