Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμοχαλασιά η [kozmoxalasxá] Ο24 : 1. εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες, (θύελλα, τρικυμία κτλ.) που συνήθ. προκαλούν μεγάλες καταστροφές· χαλασμός κόσμου. 2. (μτφ.) για μεγάλη αναστάτωση και φασαρία που προκαλείται από ανθρώπους που διασκεδάζουν, μαλώνουν ή βρίσκονται σε κατάσταση ενθουσιασμού.
[κοσμο- + χαλασιά]



