Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοσμοπλημμύρα η [kozmoplimíra] Ο25 : πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί σε ένα μέρος: Γίνεται ~.
[λόγ. κοσμο- + πλημμύρα απόδ. γαλλ. affluence]



