Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμοθεωρητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμοθεωρητικός -ή -ό [kozmoθeoritikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κοσμοθεωρία ή που αναφέρεται σ΄ αυτήν: Kοσμοθεωρητική εμπειρία. Kοσμοθεωρητικές αντιλήψεις. κοσμοθεωρητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κοσμοθεωρ(ία) -ητικός απόδ. γερμ. weltanschaulich]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go