Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμηματοπώλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμηματοπώλης ο [kozmimatopólis] Ο10 : ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείου.

[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πώλης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go