Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμηματοθήκη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοσμηματοθήκη η [kozmimatoθíki] Ο30 : ειδική θήκη, συνήθ. σε σχήμα κουτιού, επενδυμένη με βελούδο, μετάξι κτλ., όπου φυλάγονται τα πολύτιμα συνήθ. κοσμήματα.

[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go