Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμήτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοσμήτης ο.
  • Υπέρθυρο· (γενικά) γείσο:
    • (Προδρ. I 79
    • παραθύρια χρυσά με αργυρούς κοσμήτας (Βυζ. Ιλιάδ. 53).

[<αρχ. ουσ. κοσμητής. Η λ. στο Lampe (ίτης, λ. ‑ής) και στο Soph. (λ. ής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες