Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορύφωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορύφωμα το [korífoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κορυφώνω· το ανώτατο, το ύψιστο σημείο: H τραγωδία φτάνει στο κορύφωμά της. H τρίτη πράξη είναι το συνταρακτικότερο μέρος, το ~ όλου του δράματος.

[λόγ. < ελνστ. κορύφωμα `κορυφή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες