Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορφάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορφάδα η [korfáδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) το ακραίο τμήμα του τρυφερού βλαστού ενός φυτού.

[κορφ(ή) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες