Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορυδαλλός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορυδαλλός ο [koriδalós] Ο17 : μικρό ωδικό πτηνό με καφετί ή γκριζωπό φτέρωμα, που έχει μελωδικό κελάηδημα σε υψηλούς τόνους.

[ελνστ. κορυδαλλός (αρχ. κόρυδος ὁ, κορυδός ἡ)]

[Λεξικό Κριαρά]
κορυδαλλός ο· ασκορδαλλός· ασκορδιαλλός· σκορδαλλός· σκορδιαλλός.
  • Κορυδαλλός:
    • (Ιερακοσ. 3469).

[μτγν. ουσ. κορυδαλλός. Οι τ. σκορδ‑ <συνεκφ. τους κορυδαλλούς. Τ. ασκοργιαλλός, κ.ά σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´, Ε´)· σκορταλλός κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες