Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορτάκιας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορτάκιας ο [kortákas] Ο4 πληθ. κορτάκηδες : (παρωχ., μειωτ.) αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς: Είναι αδιόρθωτος ~.

[κόρτ(ε) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες