Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κορούλα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κορούλα η.
  • 1) Κοπελίτσα:
    • (Ριμ. κόρ. 672 κριτ. υπ).
  • 2) H αγαπημένη:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 496 κριτ. υπ).

[<ουσ. κόρη + κατάλ. ούλα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go