Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορνιζάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνιζάδικο το [kornizáδiko] Ο41 : (οικ.) το κατάστημα στο οποίο κατασκευάζονται κορνίζες και στο οποίο κορνιζάρονται πίνακες, φωτογραφίες κτλ.

[κορνίζ(α) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες