Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορνέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορνέτα η [kornéta] Ο25 : χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο, ανάλογο με την τρομπέτα αλλά μικρότερο σε μέγεθος.

[ιταλ. cornetta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες