Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοριτσομάνι το [koritsománi] Ο44α : (προφ.) μεγάλος αριθμός, πλήθος κοριτσιών: Mετά το τέλος του μαθήματος ξεχύθηκε το ~ στους δρόμους.
[κορίτσ(ι) -ο- + -μάνι]



