Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοριτσιακός, επίθ.
-
- (Πιθ.) που προέρχεται από νέα γυναίκα:
- κοριτσιακόν γάλαν (Ιατροσόφ. 1001).
[<ουσ. κορίτσι + κατάλ. ‑ιακός. Η λ. και σήμ. ποντ. με διαφορ. σημασ.]
- (Πιθ.) που προέρχεται από νέα γυναίκα: