Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κορίτσα η.
-
- Παιδί θηλυκού γένους:
- (Συναξ. γυν. 496).
[<ουσ. κόρη + κατάλ. ‑ίτσα. Τ. ‑τζα σήμ. ποντ.]
- Παιδί θηλυκού γένους:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κόρη + κατάλ. ‑ίτσα. Τ. ‑τζα σήμ. ποντ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |