Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κορίτσα η.
  • Παιδί θηλυκού γένους:
    • (Συναξ. γυν. 496).

[<ουσ. κόρη + κατάλ. ίτσα. Τ. τζα σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες