Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοράτσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοράτσα η· κουράτσα.
– Πβ. και κουράσσα.
  • Θώρακας, πανοπλία:
    • μια κοπανιά δίδει … και την κοράτσα επέρασε, το σιδερό ζιπόνι (Ερωτόκρ. Δ´ 1877).

[<βεν. corazza. Η λ. και ο τ. στο Meursius (λ. κουράτζα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go