Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπτοράπτης ο [koptoráptis] Ο10 θηλ. κοπτοράπτρια [koptoráptria] Ο27 & κοπτοραπτού [koptoraptú] Ο37 στη σημ. II : I. ειδικό μηχάνημα με το οποίο γίνεται το τελείωμα των ενδυμάτων στις ραφές και στον ποδόγυρο. II. τεχνίτης που χειρίζεται τον κοπτοράπτηI σε βιοτεχνία.
[λόγ. κόπτ(ης) (δες κόφτης) -ο- + ράπτης (δες ράφτης)· λόγ. κοπτοράπ(της) -τρια· κοπτοράπτ(ης) -ού]



