Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπτικός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπτικός 1 -ή -ό [koptikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να κόβει, που είναι κατάλληλος για κόψιμο: Kοπτικό εργαλείο. Kοπτική μηχανή. || (ως ουσ.) η κοπτική, κλάδος της μοδιστρικής σχετικός με το κόψιμο των υφασμάτων που προορίζονται για ράψιμο: Πήρε μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.

[λόγ. κόπτ(ης) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπτικός 2 -ή -ό : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kόπτες: Kοπτική τέχνη. Kοπτικά μοναστήρια. Kοπτική γλώσσα. || (ως ουσ.) η κοπτική, τα κοπτικά, η κοπτική γλώσσα. κοπτικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Κόπτ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go