Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπιώ.
-
– Βλ. και κοπιάζω.
- Α´ (Αμτβ.) υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι:
- άλλοι για σε κοπιούσι (Πανώρ. Γ´ 489).
- Β´ (Μτβ.) κουράζω:
- (Πανώρ. Γ´ 314)·
- πλιο δεν κοπιά το λογισμό μηδέ το νου παιδεύγει (Ερωτόκρ. Α´ 1133).
[αρχ. κοπιάω]
- Α´ (Αμτβ.) υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπιώδης -ης -ες [kopióδis] Ε11 : (λόγ.) κοπιαστικός: Έγιναν κοπιώδεις προσπάθειες.
[λόγ. < αρχ. κοπιώδης]



