Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπελιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοπελιάρης ο.
  • Νέος άνδρας:
    • ήτουν εικοσιενούς χρονού όμορφος κοπελιάρης (Ερωτόκρ. Β´ 217).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες