Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπελάκι το.
-
- Παιδάκι· νεαρός:
- αρσενικά τα γέννησεν αυτά τα κοπελάκια (Χούμνου, Κοσμογ. 1322· Πιστ. βοσκ. IV 8, 84).
[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Somav.]
- Παιδάκι· νεαρός: