Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπανιστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοπανιστός, επίθ.
  • 1) Χτυπημένος σε γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος:
    • τσουκνίδας σπόρον κοπανιστόν (Σταφ., Ιατροσ. 374
    • (παιγνιωδώς):
      • άνεμον κοπανιστόν (Σπανός A 471).
  • 2) (Προκ. για λάδι) που παράγεται από τη σύνθλιψη της ελιάς, αγνό:
    • (Πεντ. Έξ. XXVII 20).

[μτγν. επίθ. κοπανιστός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπανιστός -ή -ό [kopanistós] Ε1 : που τον έχουν κοπανίσει· κοπανισμένος. ΦΡ αέρας* ~. τρώω αέρα* κοπανιστό. || (ως ουσ.) η κοπανιστή*.

[ελνστ. κοπανιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες