Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπανατζής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπανατζής ο [kopanadzís] Ο8 θηλ. κοπανατζού [kopanadzú] Ο37 : (οικ.) αυτός που συστηματικά κάνει κοπάνες: Ο γιος μου είναι μεγάλος ~.

[κοπάν(α) -ατζής· κοπανατζ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go