Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοπίδι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπίδι το [kopíδi] Ο44 : γενική ονομασία για διάφορα μικρά εργαλεία κοπής: Tο ~ του ξυλουργού / του επιπλοποιού / του χαράκτη. || εξάρτημα μηχανών. κοπιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κοπίδιν < *κοπίδιον υποκορ. αρχ. κοπίς `καμπυλωτό μαχαίρι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπίδιν το· κοπίδι.
  • 1) Μαχαίρι των υποδηματοποιών:
    • (Πουλολ. 333).
  • 2) Κοφτερό εργαλείο με το οποίο κόβουν τα σίδερα:
    • εκόψεν την (ενν. την άλυσον) με το κοπίδιν (Μαχ. 48219).

[<ουσ. κοπίς + κατάλ. ίδιν. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go