Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπέλι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπέλι το [kopéli] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) αγόρι ή νεαρός άντρας. ΠAΡ Λέγε λέγε το ~, κάνει την κυρά και θέλει, με την επιμονή όλα μπορεί κανείς να τα καταφέρει. 2. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης. ΠAΡ ΦΡ κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του, για μαθητευόμενους τεχνίτες ή για μαθητές που μοιάζουν με τα αφεντικά ή με τους δασκάλους τους αντίστοιχα. 3. περιπαικτικά, ο Kρητικός.

[μσν. κοπέλιν `υπηρέτης, αγόρι΄ < αλβ. kopil `υπηρέτης για βαριές δουλειές, κοπέλι΄ ( [i > e] ;)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπέλι το· κοπέλιν· κοπέλιον· κοπέλλιν.
  • 1)
    • α) Παιδί, αγόρι· τέκνο:
      • Κύρη μου, ανέ κιαμιά φορά σου ’φταιξα ωσάν κοπέλι (Θυσ. 905· Σεβήρ., Σημειώμ. 28α
    • β) βρέφος:
      • Μέσα ’ς μιαν κούνιαν το κοπέλι εκείτετον (Πιστ. βοσκ. V 5, 156).
  • 2) Νεαρός, νέος άνδρας:
    • φθάσετε το κοπέλιον ότι επήρεν την θυγατέραν μου (Διγ. Άνδρ. 35726
    • Ουδέν το ήξευρεν τινάς, γέρων μηδέ κοπέλια (Ιμπ. (Legr.) 755).
  • 3) Δούλος, υπηρέτης νεαρός· παραγιός:
    • εγίνη δούλος ολωνών και καθενός κοπέλι (Θησ. Δ´ [226]
    • ο μάστορας … να ανοίξει το εργαστήριο … να εβγούσιν τα κοπέλια (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408).
  • 4)
    • α) Υπασπιστής:
      • Ο ηγαπημένος και το κοπέλι του (ενν. του Αλεξάνδρου), ο Πτολομαίος (Διήγ. Αλ. V 37
    • β) πολεμιστής στην υπηρεσία οπλαρχηγού:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2771).
  • 5) Νόθο παιδί:
    • είχεν έτερα κοπέλλια απέ της αγαπητικής του (Ασσίζ. 14515).
  • 6) «Παιδί του δρόμου», χαμίνι:
    • ως και τα μικρά κοπέλια μ’ ακλουθούσι με τα γέλια (Φαλλίδ. 62).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ι. Οι τ. ιν και λλιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπελιά η [kopelá] Ο24 : (προφ.) η κοπέλα.

[κοπέλ(ι) -ιά (η λ. από νότ. διάλ., ίσως από ροδίτικο τραγούδι που ήτανε της μόδας μετά την ένωση της Δωδεκανήσου)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελιά η.
  • 1) Κορίτσι, νέα:
    • Σαν όντεν ήμου κοπελιά (Πανώρ. Α´ 283).
  • 2) Κόρη, θυγατέρα:
    • (Στάθ. Α´ 153).
  • 3) Αγαπητικιά:
    • γιατί την κοπελιά μου μου εβάτευε αφέντης σου …; (Στάθ. Γ´ 273).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελιάρης ο.
  • Νέος άνδρας:
    • ήτουν εικοσιενούς χρονού όμορφος κοπελιάρης (Ερωτόκρ. Β´ 217).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ιάρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπέλιν, κοπέλιον το,
βλ. κοπέλι.
[Λεξικό Κριαρά]
κοπελίστικος, επίθ.
  • Παιδικός:
    • κοπελίστικη αταξιάν (Θυσ. 792
    • κοπελίστικη καρδιά (Ερωφ. Α´ 188).
  • Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = παιδιαρίσματα, παιδικές ανοησίες:
    • μ’ εκάμασι τα κοπελίστικά σου κι ήπια φαρμάκι (Ερωτόκρ. Γ´ 97).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. ίστικος. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπελίτσα η.
  • Μικρή κοπέλα:
    • (Συναξ. γυν. 497).

[<ουσ. κοπέλα + κατάλ. ίτσα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες