Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντόβραδο το [kondóvraδo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το χρονικό διάστημα που ακολουθεί αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να βραδιάζει· το σούρουπο.
[κοντο- 1 + βράδ(υ) -ο]



