Combined Search
| 81 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- κοντό, επίρρ.· κοντόν.
-
- 1) Σε μικρό χρονικό διάστημα:
- Κοντόν εσυμβιβάστημαν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1278)·
- (με την πρόθ. εις):
- (Κυπρ. ερωτ. 11814).
- 2) Για λίγο χρόνο:
- Κοντόν επολεμήσασιν και ενίκησεν εκείνος (Λίβ. Sc. 1663).
- 3) Πριν από λίγο χρόνο:
- κοντόν ο βασιλεύς εκ το ταξίδιν ήλθεν (Καλλίμ. 2394).
- 4) Με λίγα λόγια, κοντολογίς:
- κοντό να σας ειπώ (Λίβ. Sc. 1890).
- 5) Άραγε:
- Κοντό και να ’μαι ξυπνητός γή πούρι να κοιμούμαι; (Φορτουν. Ε´ 79).
- 6) (Ως επιφ.) ε!:
- κοντό κι εμέν’ η μοίρα μου ας έναι φυλαμένη (Σαχλ. Β´ PM 301).
[<επίθ. κοντός]
- 1) Σε μικρό χρονικό διάστημα:
- κοντο- 1 [kondo] & κοντό- [kondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοντ- [kond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό το χαρακτηριστικό του μικρός σε μήκος: ~γούνι, κοντόμαλλο, κοντόσπαθο· ~μάνικος. ANT μακρο-. 2. (σε σύνθετα επίθετα) α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει κοντό, όχι σε σωστές όσον αφορά το μήκος αναλογίες, το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT μακρο-: ~λαίμης, κοντόκορμος, ~μύτης, κοντόσωμος, ~πόδαρος. β. σε παρατακτικά σύνθετα: κοντόπαχος, ~στρούμπουλος, κοντόφαρδος, κοντόχοντρος, κοντός και παχύς κτλ. 3. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος ενεργεί, ώστε να προσδώσει στο αντικείμενό του την ιδιότητα του κοντού, του μικρού σε μήκος: ~κλαδεύω· ~κλαδεμένος, ~κομμένος. 4. κυρίως σε σύνθετα ρήματα, δηλώνει ότι το υποκείμενο κάνει με δυσκολία την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: ~βολεύω, κουτσοβολεύω· κοντανασαίνω.
[μσν. κοντ(ο)- θ. του επιθ. κοντ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοντο-μάνικος]
- κοντο- 2 : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του κοντά, χρονικά ή τοπικά: ~βασίλεμα· ~χωριανός· ~ζυγώνω.
[μσν. κοντο- θ. του επιρρ. κοντ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. (παράγωγο) κοντ-εύω]
- κοντοαναμένω.
-
- Περιμένω για λίγο:
- (Χρον. Μορ. H 3631).
[<κοντο‑ (βλ. Μπαμπινιώτης 1969: 202-8) + αναμένω]
- Περιμένω για λίγο:
- κοντοανασαίνω.
-
- Λαχανιάζω:
- λιποθυμείς, σκοτίζεσαι, κοντοανασαίνεις, πίπτεις (Γλυκά, Στ. 157).
[<κοντο‑ + ανασαίνω]
- Λαχανιάζω:
- κοντοβήχω.
-
- Βήχω κοφτά·
- (εδώ παιγνιωδώς):
- ο μούστος ολοζώντανος πηδά και κοντοβήχει (Κρασοπ. V 70).
- (εδώ παιγνιωδώς):
[<κοντο‑ + βήχω]
- Βήχω κοφτά·
- κοντόβραδο το [kondóvraδo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το χρονικό διάστημα που ακολουθεί αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να βραδιάζει· το σούρουπο.
[κοντο- 1 + βράδ(υ) -ο]
- κοντοβράκι το [kondovráki] Ο44α : παντελόνι κοντό ως τα γόνατα ή και λίγο πιο κάτω, που το φορούσαν οι χωρικοί. || (ειρ.) κοντό, άχαρο και ασουλούπωτο παντελόνι.
[κοντο- 1 + βρακ(ί) -ι]
- κοντογεμάτος, επίθ.
-
- Σχεδόν γεμάτος:
- ανθρώπους ήτον η αυλή κάτω κοντογεμάτη (Στάθ. Γ´ 50).
[<κοντο‑ + επίθ. γεμάτος]
- Σχεδόν γεμάτος:
- κοντόγεμος -η -ο [kondójemos] & κοντόγιομος -η -ο [kondójomos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που είναι σχεδόν γεμάτος.
[κοντο- 2 + γεμ(ίζω) -ος· [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] (πρβ. γεμάτος > γιομάτος)]



