Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντρόλ το [kontról] Ο (άκλ.) : (προφ.) έλεγχος.
[λόγ. < γαλλ. contrἄle]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντρολάρισμα το [kontrolárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοντρολάρω.
[κοντρολάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντρολάρω [kontroláro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) έχω κτ. υπό έλεγχο ή επεμβαίνω επάνω σε κτ. ασκώντας ρυθμιστικό έλεγχο: Πρέπει να κοντρολάρεις τα νεύρα σου. Δεν κοντρολάρεται εύκολα, δεν ελέγχει τον εαυτό του. Ο παίκτης κοντρολάρει την μπάλα.
[ιταλ. contrallar(e) -ω]



