Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντραμπάντο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντραμπάντο το [kondrabánto] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) λαθρεμπόριο.

[μσν. κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando]

[Λεξικό Κριαρά]
κοντραμπάντο το· κουντραπάντο.
  • 1) Λαθραίο εμπόρευμα:
    • ναν του ανοίξουν και τες κασέλες του να ιδούν αν έχει μέσα κοντραμπάντα (Σουμμ., Ρεμπελ. 175 (έκδ. κόντρα πάντα)).
  • 2) Λαθρεμπόριο·
    • (εδώ μεταφ.) τέχνασμα, απάτη:
      • να ξεύρεις όλες τες δουλειές κι όλα τα κουντραπάντα (Γαδ. διήγ. 504).

[<ιταλ. contrabbando. Ο τ. στο Meursius (ον). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go