Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντράτο
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοντράτο το.
  • Συμβόλαιο, συμφωνητικό:
    • να γράψετε κοντράτο (Στάθ. Β´ 267).

[<βεν. contrato. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go