Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντράλτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντράλτο η [kontrálto] Ο (άκλ.) : η χαμηλότερη γυναικεία και παιδική φωνή. || αοιδός με φωνή κοντράλτο.

[λόγ. < ιταλ. contralto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go