Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοντοβράκι το [kondovráki] Ο44α : παντελόνι κοντό ως τα γόνατα ή και λίγο πιο κάτω, που το φορούσαν οι χωρικοί. || (ειρ.) κοντό, άχαρο και ασουλούπωτο παντελόνι.
[κοντο- 1 + βρακ(ί) -ι]



