Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονταροχτύπημα το [kondaroxtípima] Ο49 : 1. η κονταρομαχία. 2. (μτφ.) έντονη αντιδικία, κυρίως σε επίπεδο απόψεων, ιδεών κτλ.
[κοντάρ(ι) -ο- + χτύπημα]



