Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονταρομαχία η [kondaromaxía] Ο25 : κατά το Mεσαίωνα, είδος αγωνίσματος με κοντάρια μεταξύ έφιππων ευγενών· το κονταροχτύπημα.
[λόγ. κοντάρ(ι) -ο- + -μαχία]



