Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονταράτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κονταράτος, επίθ.
  • Οπλισμένος με κοντάρι:
    • εφάνησαν ανδρείοι Αραβίται …, άπαντες κονταράτοι (Διγ. Z 2628).
  • Ως ουσ. = στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, δορυφόρος, σωματοφύλακας:
    • (Διγ. Gr. 262).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • (Byz. Kleinchron. A´ 6624).

[<ουσ. κοντάριον + κατάλ. άτος. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες