Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντακιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντακιά η [kondaká] Ο24 : (σπάν.) χτύπημα με το κοντάκι του όπλου.

[κοντάκ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντακιανός -ή -ό [kondakanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) άνθρωπος μάλλον κοντός και αδύνατος.

[κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go