Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονσομέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονσομέ το [konsomé] Ο (άκλ.) : ζωμός βρασμένου κρέατος, που σερβίρεται ως πρώτο πιάτο.

[λόγ. < γαλλ. consommé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go