Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονσερβοποιείο το [konservopiío] Ο39 : εργαστήριο ή βιοτεχνία, όπου γίνεται επεξεργασία και συσκευασία σε κονσέρβες νωπών ή μαγειρεμένων τροφών.
[λόγ. κονσέρβ(α) -ο- + -ποιείον]



