Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονσερβοκούτι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονσερβοκούτι το [konservokúti] Ο44 : το άδειο μεταλλικό κουτί κονσέρβας η οποία έχει καταναλωθεί.

[κονσέρβ(α) -ο- + κουτ(ί) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go