Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονκορδάτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονκορδάτο το [koŋkorδáto] Ο39 : συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ του πάπα, ως εκκλησιαστικού ηγέτη, και ενός κράτους, με την οποία ρυθμίζονται εκκλησιαστικά ζητήματα του κράτους αυτού.

[λόγ. < μσνλατ. concord(atum) -άτον (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go