Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονκάρδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονκάρδα η [koŋkárδa] & κογκάρδα η [koŋgárδa] Ο25 : διακριτικό σήμα, συνήθ. σε μορφή μικρού ρόδακα που σχηματίζεται από κορδέλα πτυχωμένη και που φοριέται στο πέτο ως έμβλημα του μέλους ενός κόμματος, μιας αθλητικής ομάδας, ενός συνεδρίου κτλ.

[λόγ. < γαλλ. cocard(e) (ορθογρ. δαν.) και προσθήκη -ν- από παρετυμ. προς άλλες ξένες λ. με con-· ορθογρ. αφομ. νκ > γκ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go