Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονικλοτροφείο το [koniklotrofío] Ο39 : χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις για την εκτροφή και την αναπαραγωγή κουνελιών.
[λόγ. < ελνστ. κύνικλος, σπάν. κόνικλ(ος) `κουνέλι΄ (< λατ. cuniculus) -ο- + -τροφείον]



