Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονικλοτροφία η [koniklotrofía] Ο25 : κλάδος της ζωοτεχνίας που ασχολείται με τα κουνέλια, δηλαδή με τη συστηματική και επιστημονική μελέτη και εφαρμογή μεθόδων αναπαραγωγής, συντήρησης και εκμετάλλευσης των κουνελιών.
[λόγ. κόνικλ(ος δες στο κονικλοτροφείο) -ο- + -τροφία]



