Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονδύλι
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
κονδύλι το,
βλ. κονδύλιν.
[Λεξικό Κριαρά]
κονδυλιά η· κοντυλεά· κοντυλιά.
  • Γραμμή με κοντύλι:
    • να εύρω δάκτυλον χαρτίν και κοντυλιάν μελάνι (Ερωτοπ. 444).

[<ουσ. κονδύλιν + κατάλ. ιά. Ο τ. κοντ‑ στο Somav. (ντι‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
κονδυλίζω· σκονδυλίζω· σκοντυλίζω.
  • Σκοντάφτω:
    • εσκοντύλισεν και ετσακίστην το γαλευτήριν (Μαχ. 368).

[αρχ. κονδυλίζω. Τ. κοντ‑ στο Somav. (ντι‑). Ο τ. σκοντ‑ στο Du Cange (λ. σκοντάπτειν)]

[Λεξικό Κριαρά]
κονδύλιν το· κονδύλι· κοντύλι· κοντύλιν.
  • 1) Όργανο γραφής, γραφίδα:
    • πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι (Ερωτόκρ. Δ´ 460
    • καλοί γραμματικοί ’πιτήδειοι στο κονδύλι (Εβρ. ελεγ. 164).
  • 2) Γράψιμο, γραφή:
    • τον ονοματίσασι εισέ χρυσό κονδύλι πολλών αρχόντων στόματα (Τζάνε, Φιλον. 58729).
  • 3) Πινέλο ζωγράφου:
    • εάν μη βάλει (ενν. ο ζωγράφος) τρίχαν εις το κονδύλιν (Διήγ. παιδ. 393).

[<ουσ. κόνδυλος + κατάλ. ιν. Οι τ. ι και κοντύλι στο Du Cange (λ. νδ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονδύλιο το [konδílio] Ο40 : χρηματικό ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη δαπάνη στον κρατικό κυρίως προϋπολογισμό: Εγκρίθηκαν / διατέθηκαν μεγάλα κονδύλια για την εκτέλεση έργων οδοποιίας. Εξαντλήθηκε το ~. Mυστικά κονδύλια, ποσά του κρατικού προϋπολογισμού, τα οποία προορίζονται για υπηρεσίες που δεν πρέπει να κοινολογηθούν. || χρηματικό ποσό, ως τμήμα ενός συνόλου από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί: Tα κοινόχρηστα είναι ένα μεγάλο ~ για μας.

[λόγ. < ελνστ. κονδύλιον `μικρό κύπελλο΄, από σφαλερή ταύτιση προς το κοντύλι (που χρησίμευε για να γραφτούν οι λογαριασμοί)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go