Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κονδυλώ· κοντυλώ.
-
- Παραπατώ:
- κοντυλούν οι πόδες μου (Kρασοπ. I 183).
[<αόρ. του κονδυλίζω. O τ. και σήμ. ποντ. Τ. σκοντ‑ στο Meursius (‑ηλείν). H λ. τον 7. αι. (Lampe, ‑έω)]
- Παραπατώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονδυλώδης -ης -ες [konδilóδis] Ε11 : που έχει τη μορφή κονδύλου.
[λόγ. < αρχ. κονδυλώδης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονδύλωμα το [konδíloma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (ιατρ.) αφροδίσιο νόσημα το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή σαρκώδους εκβλαστήσεως στα γεννητικά όργανα ή στον πρωκτό και οφείλεται σε ιό.
[λόγ. < νλατ. condyloma (στη νέα σημ.) < αρχ. κονδύλωμα `εξόγκωμα΄]



