Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονίστρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονίστρα η [konístra] Ο25 : 1. το τμήμα της παλαίστρας στο οποίο αγωνίζονταν οι αθλητές κατά την αρχαιότητα. 2. πεδίο πνευματικών, κοινωνικών ή πολιτικών αγώνων· στίβος.

[λόγ. < ελνστ. κονίστρα, αρχ. σημ.: `χώρος με σκόνη όπως αυτός που μπορούν να κυλιστούν τα πουλιά΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go